Κυριακή 27 Σεπτεμβρίου 2009

Στην άκρη της πόλης

Γνώριζε καλά πως κάθε άνθρωπος έχει ένα κατά-δικό του φύλακα άγγελο, μα οι μνήμες της πρώτης παρουσίας του, χάνονταν σ΄ ένα πυκνό σύννεφο χρόνου. Είχε, είναι αλήθεια, καιρό να φανεί μα η άυλη παρουσία του ήταν τόσο ζωντανή λες και δεν είχε λείψει ούτε ένα λεπτό. Και όμως. Τώρα που ήρθε το πλήρωμα του χρόνου της, τώρα που τον είχε αληθινά ανάγκη, ο άγγελός της ήταν εξαφανισμένος.


Κίνησε, όπως κάθε κυριακάτικο βράδυ, για τον καθιερωμένο, ως την άκρη της πόλης, περίπατο, μοναδική απόδραση και απαραίτητη ανάσα στο τέλμα της ζωής της.


Και ομίχλη έχει αγκαλιάσει την πόλη προστατευτικά. Νιώθει σίγουρη, ... όπως τότε.


Το ανελέητο βάρος του χρόνου είχε γίνει ένα με την ομίχλη. Τα βήματά της την οδήγησαν, όπως πάντα, μπροστά απ΄ το δημοτικό σχολείο μα αυτή τη φορά δεν ένιωσε εκείνο το φαρμακερό τσίμπημα της μνήμης.


Και - τι περίεργο - για πρώτη φορά μετά από χρόνια, νιώθει το βήμα της ανάλαφρο, ... όπως τότε.

Στάθηκε και άκουσε τις παιδικές φωνές που ξεχείλιζαν απ΄ το άδειο σχολικό κτίριο και ξεχώρισε τη δική της. Οι φωνές ήταν εκεί από τότε που φορούσε μπλε ποδιά και η ζωή φαινόταν αιώνια. Από τότε που ο χρόνος κυλούσε απελπιστικά αργά. Αλήθεια πως κατάφερε να αναπτύξει τέτοια ταχύτητα αυτός ο κουραστικά αργός χρόνος της νιότης;


Και ο χρόνος κυλά και πάλι αργά, ...όπως τότε.


Σε λίγο πέρασε μπροστά απ΄ την άδεια εκκλησία. Μια άμαξα περίμενε τη νύφη. Ξεχώρισε την παρουσία της που, με γέλια και με τον άντρα της αγκαλιά, περνούσε ανάμεσα στους καλεσμένους.


Και είναι τόσο ευτυχισμένη τόσο αισιόδοξη, ... όπως τότε.


Ανάλαφρη, σαν να πετούσε, έφτασε στη κεντρική πλατεία. Δίπλα στο δημαρχείο το γραφείο του δικηγόρου. Στο φως της λάμπας είδε τον εαυτό της που κρατούσε το διαζευκτήριο στο χέρι. Λίγα μέτρα πιο κει, ήταν το βιβλιοπωλείο στο οποίο εργάστηκε τόσα χρόνια.


Τα σκονισμένα ράφια είναι γεμάτα ιδέες που γίναν λέξεις, ... όπως τότε.


Η μυρωδιά του κιτρινισμένου χαρτιού περνούσε πολλές απ΄ τις καταγεγραμμένες ιδέες στο μέλλον μα μόνο λίγες στην αιωνιότητα. Τι περίεργο. Ανάμεσα στα βιβλία ήταν και το δικό της. Αυτό που έγραψε μα δεν κατέγραψε ποτέ.


Και όλες οι μνήμες είναι ζωντανές, ... όπως τότε.


Λίγο πιο κάτω ήταν το εμπορικό κατάστημα της κόρης της. Πλησίασε στη βιτρίνα και, ... σα να την είδε να διαγράφεται στο φως μιας λάμπας. Η ομίχλη είχε γλιστρήσει μέσα στο κατάστημα και κόρη της, ολόκληρη γυναίκα πια, της χαμογέλασε. Χρόνια είχε να της χαμογελάσει.

Και νιώθει αυτή την, κάθε φορά πρωτόγνωρη, γλύκα,... όπως τότε.


Είχε φτάσει πια στο τέρμα του περιπάτου της. Στάθηκε πάνω στη μικρή πέτρινη γέφυρα και προσπάθησε να ακούσει την πόλη. Κάθε φως που ξεχείλιζε τα παράθυρα της έλεγε και μια ιστορία. Συνήθως μια θλιβερή, σαν την δική της, και κάποτε μια χαρούμενη ιστορία. Μια βαρετά ίδια ιστορία. Κάπου εκεί, πίσω απ΄ τους θολούς τοίχους ήταν οι αιχμάλωτοι της πόλης. Χάζευαν, μάλωναν, διάβαζαν, έτρωγαν, κάναν έρωτα και ήταν μόνοι.


Και τότε παρουσιάστηκε ο φύλακας άγγελός της.


  • "Που ήσουν;”, του είπε δίχως να νιώθει πια την πίκρα που την είχε ποτίσει όσο τον περίμενε. “Τόσα χρόνια παρουσίας και τώρα που σε χρειάζομαι, ... τώρα χάθηκες; Σ΄ έχω ανάγκη δεν το καταλαβαίνεις;”, και τα λόγια αυτά τα είπε μηχανικά, μόνο και μόνο γιατί είχε από χρόνια θελήσει να τα πει.
  • "Μα τώρα πια γλυκιά μου δε με χρειάζεσαι. Τώρα είσαι εσύ!”, έτσι είπε και έγινε ένα με την ομίχλη της πόλης.


Τρόμαξε. Πέταξε στην όχθη του μικρού ποταμού σα χαμένη.


Τα νερά είναι αφύσικα ακίνητα. Γυρνά το βλέμμα προς την πόλη και τρομάζει. Δεν είναι η πόλη που ήξερε. Ένας παραμυθένιος πίνακας ζωγραφικής είναι η πόλη. Χαμηλώνει το κεφάλι και βλέπει τη σιλουέτα της να αντικατοπτρίζεται στα ακίνητα νερά.

Ναι! Έχει φτερά. Φορά ένα αραχνοΰφαντο άσπρο φόρεμα και η μορφή της είναι αέρινη. Ο χρόνος έχει σβηστεί απ΄ το βλέμμα της και τα μαλλιά της είναι όπως τότε... Τότε που....


Και ξαφνικά νιώθει το βάρος της νέας πραγματικότητας να την πλακώνει. Σέρνεται ως την πέτρινη γέφυρα, ως την άκρη της πόλης, και λυγίζει. Ένας ζωντανός πίνακας είναι η πόλη. Και η ίδια έξω απ΄ την ομίχλη της θνητότητας νιώθει πως η πόλη την διώχνει και την έλκει συγχρόνως.

Μα είναι φανερό πως ο δημιουργός του πίνακα έβαλε τρεις δόσεις λύπης και μια μόνο δόση χαράς στην παλέτα του. Έκρυψε καλά τους φύλακες αγγέλους στην ομίχλη και έδωσε σχήματα παραμυθένια στην απελπισία. Λίγες αν είχε προσθέσει μόνο πινελιές, η νύχτα θα γινόταν μέρα. Τα φώτα του δρόμου θα έσβηναν και ένα άλλο φως θα διασκορπιζόταν στην πρωινή ομίχλη. Μα προτίμησε ν΄ αφήσει τα κρυμμένα πλάσματα της πόλης να ανακαλύψουν μόνα τους το φως.

Και ο χρόνος είναι πια στα χέρια της.

Γυρίζει το κεφάλι κι΄ αποστρέφεται την πόλη. Σταματά το χρόνο και περνά στην αιώνια στιγμή της επιστροφής της. Τώρα πια είναι αυτή και είναι στην άκρη της πόλης. Λουσμένη στο φώς. Στο επίκεντρο και αναπόσπαστο μέρος μα έξω απ΄ τον πίνακα της ζωής της.



Ο πίνακας που μου είπε την παραπάνω ιστορία,

είναι δημιούργημα του Γιάννη Νίκου,

από τον κύκλο "Ο κόσμος των Αγγέλων"

και έχει τίτλο

"Στην άκρη της πόλης"

4 σχόλια:

Χωρίς αιδώ, πες το εδώ!