Τετάρτη 19 Δεκεμβρίου 2012

ζωγραφίζοντας μια συνηθησμένη μέρα ...


Ο διπλανός μου είναι απασχολημένος. Διορθώνει τη θέση των μυωπικών γυαλιών που όλο πέφτουν απ΄ τη γλιστερή προβοσκίδα του. Καθόλου δεν τον νοιάζει το πύον που έχει συσσωρευτεί γύρω και κάτω απ΄ το κάθισμά του.
Απέναντι κάθεται ένας μυώδης διανοούμενος. Προφανώς αισθάνεται άβολα στη στενή φούστα της στολής του. Βγάζει από το νεσεσέρ του ένα βιβλίο και ένα ψαλίδι. Κόβει το εξώφυλλο σε λωρίδες και τρώει με βουλιμία.
Μια παρέα περαστικών συμπαραστέκεται λεκτικά στον πόνο της γριάς που έχασε τη μάσκα της, μα ευτυχώς ένας σκύλος με στολή θυρωρού τη βρίσκει κάτω από το κάθισμα του αστικού λεωφορείου. Οι υπεύθυνοι πιάνουν μεγάλα σφυριά και βοηθούν τη γριά να βάλει την πολύχρωμη μάσκα στη θέση της. Χτυπούν όλοι μαζί μέχρι που η γριά γίνεται φωτογραφία και χάνεται στο δυτικό τοίχο.
Μπροστά στον πάγκο με τα χρυσά αγάλματα, τα λασπόνερα σχηματίζουν λίμνη. Μια γυναίκα σπρώχνει το καρότσι της μέχρι της όχθες, σηκώνει με κόπο την παραφουσκωμένη κοιλιά απ΄ το καρότσι και ξαπλώνει ανοίγοντας διάπλατα τα πόδια.
Τα χείλη ενός γέρικου αιδοίου γεμίζουν τις οθόνες όλων. Σε λίγο βγαίνουν οι ένοχοι. Ένα- ένα, επτά συνηθισμένα νεογέννητα παραμερίζουν τα ζαρωμένα χείλη του αιδοίου και, κάνοντας σαν ηθοποιοί σε χιλιοπαιγμένο ρόλο, πηδάνε στα λασπόνερα της λίμνης. Το μεγαλύτερο τρώει το μικρότερο και όλα μαζί αρχίζουν το παιχνίδι της αναρρίχησης.
Κάτι μαϊμούδες αναδύονται – με απόλυτα συγχρονισμένες κινήσεις ομολογώ – σ’ ένα στριφογυριστό ανοδικό χορό και αίφνης βυθίζονται ψηλά, στις λάσπες τ΄ ουρανού.
Δίπλα μου – από την άλλη πλευρά - κάθεται μία γυναίκα. Βγάζει – με τελετουργικές κινήσεις - τη μάσκα της, την αφήνει στο τραπέζι και φοράει μία άλλη. Πιο άνετη. Δε νιώθει ντροπή που αλλάζει μπροστά μου. Μετά πιάνει μια βαριά σιδερένια γραφομηχανή απ΄ το δίσκο ενός σερβιτόρου που περιφέρεται στον χώρο, την ακουμπά στα πίσω πόδια της και αρχίζει να κτυπά τα πλήκτρα με μανία. Όμως η γραφομηχανή δεν έχει αλφατέσσερα…….. Δεν έχει χαρτί!
Ανησυχώ! Πνίγομαι! Νιώθω εγκλωβισμένος!
Κάνω την καθιερωμένη κίνηση απελπισίας και οι σερβιτόροι με την κίτρινη στολή φέρνουν τον καθρέφτη.
Τον κρατάνε υπομονετικά και αρμοδίως μπροστά μου μέχρι να βεβαιωθώ.
Το ράμφος μου είναι στη θέση του. Η μάσκα μου γυαλιστερά χαμογελαστή.
Οι όρχεις μου, όπως πάντα, περίπου τρεις.
Τελικά, ... είναι μια συνηθισμένη μέρα.
Κακώς ανησύχησα...
Τομάζο Παγώνης

3 σχόλια:

  1. Όταν η φαντασία υπηρετει την τεχνη της καλής γραφής!

    Καλές Γιορτές ευχομαι...

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Φίλε VAD νάσαι πάντα καλά και σ΄ ευχαριστώ!
    Καλές γιορτές να έχεις.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. εννοείται πως η ορθογραφία του "συν-ηθη-σμένη" δεν είναι τυχαία ή λανθασμένη...

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Χωρίς αιδώ, πες το εδώ!