Κι΄
έφτασε η μέρα, οι εχθροί, που γκρέμισαν
τα τείχη και μεσ΄ την πόλη μπήκαν.
Μα
οι κάτοικοι της πόλης, σε
σπίτια μέσα κλείστηκαν και
τους και τους εχθρούς αφήσαν έξω.
Κι΄
ούτε μια πόρτα στους εχθρούς δεν άνοιξε.
Κι΄έφτασε
η ώρα, οι εχθροί, που έσπασαν τις πόρτες
και μεσ΄ τα σπίτια μπήκαν.
Μα
οι κάτοικοι της πόλης στις
ψυχές τους μέσα κλείστηκαν και
τους εχθρούς αφήσαν έξω.
Κι΄
ούτε μια ψυχή δεν άνοιξε την πόρτα τον
εχθρό.
Και
μείναν μόνοι οι εχθροί, σε δρόμους και
σε σπίτια, κι΄
αδίκως προσπαθούσανε, πόλη να κατακτήσουν.
Κι΄
ήρθ΄ η στιγμή που λύγισαν, και
από την πόλη φύγαν... Οι
εχθροί.
Και
σαν απομακρύνθηκαν, ανοίξαν οι ψυχές. Κι΄
αφήσαν πόρτες ανοιχτές, η μία για την
άλλη.
Και
τείχη δεν ξανάχτισαν. Και
πόρτες δεν ορθώσαν.
Οι
πόλεις οι απόρθητες, πέτρινα
τείχη, πόρτες
ξύλινες, ... δεν
έχουνε ανάγκη!
τελικά
ΑπάντησηΔιαγραφήτο καλύτερο παραμύθι τό γραψες!
Υπάρχουν τείχη "γονιδιακής μου συνέχειας" πέριξ μου και δεν επιτρέπουν την απρόσκοπτη ανάγνωση τώρα.
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαλή σου Κυριακή για τώρα!
@meril
ΑπάντησηΔιαγραφήσ΄ ευχαριστώ, αλλά ... ελπίζω πως όχι....
νάσαι πάντα καλά
@Χριστόφορος
είμαι βέβαιος πως τα διαμάντια της γονιδιακής σου συνέχειας σου χάρισαν αξέχαστες στιγμές...
νάσαι πάντα καλά